πυγαίος

πυγαίος
-α, -ο / πυγαῑος, -αία, -ον, ΝΑ
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πυγή, στην ουρά, ουραίος, οπίσθιος («τῶν πτερύγων καὶ τοῡ πυγαίου ἄκρου», Ηρόδ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πυγαία
βάση κίονα, βάθρο στύλου ή στήλης
νεοελλ.
το ουδ. εν. ως ουσ. το πυγαίο(ν)
στρ. το οπίσθιο τμήμα τού σωλήνα πυροβόλου
αρχ.
1. (κατά το λεξ. Σούδα) ο ακόλαστος, ο κίναιδος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πυγαῑον
η πυγή
3. (το θηλ. εν και το ουδ. πληθ. ως ουσ.) ἡ πυγαία και τὰ πυγαῑα
η περιοχή τού ιερού οστού τού ανθρώπινου σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυγή + κατάλ. -αῖος (πρβλ. αγορ-αίος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πυγαῖος — πῡγαῖος , πυγαῖος of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυγαῖον — neut nom/voc/acc sg πῡγαῖον , πυγαῖος of masc acc sg πῡγαῖον , πυγαῖος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυγλίον — τὸ, Α μέρος τού ακινάκη, του ξίφους. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. αντί τής λ. πυγαῖον (< πυγαῖος < πυγή)] …   Dictionary of Greek

  • πυγαῖα — πυγαῖον neut nom/voc/acc pl πῡγαῖα , πυγαῖος of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυγαίοις — πυγαῖον neut dat pl πῡγαί̱οις , πυγαῖος of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυγαίου — πυγαῖον neut gen sg πῡγαί̱ου , πυγαῖος of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυγαίῳ — πυγαῖον neut dat sg πῡγαί̱ῳ , πυγαῖος of masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”